Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θρασεύω — [θράσος] θρασομανώ* … Dictionary of Greek
θράσεμα — το [θρασεύω] 1. υπερβολικό θάρρος, θράσος 2. (κυρίως για φυτά) γρήγορη ανάπτυξη, φούντωμα («το θράσεμα τού χορταριού») … Dictionary of Greek